-
1 εὐημερέω
A spend one's days cheerfully, S.El. 653; ταῖσι Θήβαις εἰ.. εὐημερεῖ καλῶς τὰ πρὸς σέ though your relations with Thebes are all fair weather, Id.OC 616; τὸ εὐημεροῦν τῆς πόλεως the prosperous class, Arist.Pol. 1308b24; πόλεις εὐημεροῦσαι ib. 1322b38; εὐ. καὶ τροφὴν ἄφθονον ἔχειν thrive, Id.HA 573b22; opp. χαλεπῶς ἔχειν, ib. 597b10;εὐ. τοῖς σώμασι Id.GA 775b16
.2 to be successful in a thing,τὴν ἐκκλησίαν -ήσας ᾠχόμην φέρων Aeschin.2.63
; κάθ' ὑπερβολὴν εὐ. Thphr.Char.21.11; ap.Ath.13.577d; of physicians, to be successful with a remedy, Gal.12.749: c.acc., τοὺς Ἐπιγόνους εὐημερήκει, of a dramatist, Ath.13.584d; of an actor,εὐ. ἐπὶ τραγῳδίας Suid.
s.v. σαυτὴν ἐπαινεῖς; ἀκρόαμα εὐημεροῦν Plu.2.521f: generally, have good luck,ἐν ἅπασιν Philem.79.3
, cf. Com.Adesp.110.8.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐημερέω
См. также в других словарях:
ευημερώ — (ΑΜ εὐημερῶ, έω) [ευήμερος] περνώ ευτυχισμένες μέρες, με άνεση και αφθονία αγαθών μσν. 1. βρίσκω, πετυχαίνω 2. κάνω κάποιον να ευτυχήσει 3. (η μτχ. ως επίθ.) εὐημερῶν α) αυτός που περνάει καλά β) ο ευτυχισμένος γ) ο πλούσιος αρχ. 1. έχω επιτυχία… … Dictionary of Greek