Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

τὸ εὐημεροῦν τῆς πόλεως

См. также в других словарях:

  • ευημερώ — (ΑΜ εὐημερῶ, έω) [ευήμερος] περνώ ευτυχισμένες μέρες, με άνεση και αφθονία αγαθών μσν. 1. βρίσκω, πετυχαίνω 2. κάνω κάποιον να ευτυχήσει 3. (η μτχ. ως επίθ.) εὐημερῶν α) αυτός που περνάει καλά β) ο ευτυχισμένος γ) ο πλούσιος αρχ. 1. έχω επιτυχία… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»